- εἰσάγων
- εἰσάγωlead inpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въводити — ВЪВО|ДИТИ (242), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Вводить, приводить внутрь чего л.: скотѩ въводѩ въ цр҃квь. аще клирикъ ѥсть да отъвьрженъ боудеть. (εἰσάγων) КЕ XII, 66а; и невол˫ащоу ѥмоу. иѡсифа ѡбьщьника. и въ цр҃къвь въводить ѥмоу же и бывъшоу. ЖФСт XII, 87… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CITHARA — Amphionis inventum Plinio, l. 7. c. 56. Citharam Amphion (invenit) ut alii, Orpheus, ut alii, Linus. Septem chordis primum cecimt Terpander, octavam Simonides additit, nonam Timotheus, Citharâ sine voce cecinit Thamyras primus: cum cantu Amphion … Hofmann J. Lexicon universale
ανθυπεξάγω — ἀνθυπεξάγω (Μ) βγάζω κάποιον με τη σειρά του «ὁ τῆς γενέσεως κύκλος τοὺς μὲν εἰς τὸν βίον εἰσάγων τοὺς δ ἀναγκαίως ἀνθυπεξάγων» (Μάρκος Ευγενικός) … Dictionary of Greek
καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… … Dictionary of Greek
κακοτεχνία — η (AM κακοτεχνία) [κακότεχνος] νεοελλ. μσν. κακή εκτέλεση, άτεχνη εργασία, ατεχνία μσν. αρχ. κακό τέχνασμα, μηχανορραφία, δόλος αρχ. 1. (για ρήτορες) κακή τέχνη, διαφθορά, κατάπτωση τής τέχνης («ἡδονὰς καὶ κακοτεχνίας εἰσάγων», Στράβ.) 2. πληθ.… … Dictionary of Greek